πρόσωμα

πρόσωμα
το Ν
ζωολ. ο κεφαλοθώρακας τών αραχνιδίων και τών καρκινοειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ αγγλ. prosoma (< προ-* + σώμα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αραχνίδια ή αραχνοειδή — (arachnoidea). Ομοταξία αρθροπόδων ζώων. Το σώμα των ζώων αυτών χωρίζεται σε δύο τμήματα: το εμπρός που αποκαλείται πρόσωμα (ή κεφαλοθώρακας) και το πίσω που αποκαλείται οπισθόσωμα (ή κοιλία). Τα πρώτα προστοματικά τους εξαρτήματα λέγονται… …   Dictionary of Greek

  • κωπήποδα — (copepoda). Ομοταξία του φύλου των καρκινοειδών, η οποία υποδιαιρείται σε 9 τάξεις, 24 οικογένειες και περισσότερα από 8.000 είδη. Τα κ. έχουν επίμηκες σώμα, το οποίο χωρίζεται σε μεταμερή και αποτελείται από το κεφάλι που φέρει τα στοματικά… …   Dictionary of Greek

  • πρωτόσωμα — το, Ν ζωολ. το πρόσθιο τμήμα τού σώματος τών στοματοχορδωτών και τών πωγωνοφόρων, αλλ. πρόσωμα …   Dictionary of Greek

  • σκορπιοί — Όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα γένη αρθρόποδων, της τάξης των σκορπιονιδών, της ομοταξίας των αραχνιδίων. Οι σ. αποτελούνται από ένα μπροστινό τμήμα, που λέγεται πρόσωμα ή κεφαλοθώρακας, προστατευόμενο από μια ραχιαία χιτινώδη ασπίδα… …   Dictionary of Greek

  • αράχνες — Αρθρόποδα που αποτελούν τη μεγαλύτερη τάξη της ομοταξίας των αραχνιδίων. Το σώμα τους αποτελείται κατά κανόνα από δύο μέρη, χωρίς αρθρώσεις, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με έναν λεπτό μίσχο: το μπροστινό μέρος, που αποκαλείται πρόσωμα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”